- αἰστωτήριος
- αἰστωτήριος, ον,A destructive, Lyc.71.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιστωτήριος — αἰστωτήριος, ον (Α) [ἀιστόω] καταστρεπτικός … Dictionary of Greek
αἰστωτήριον — αἰστωτήριος destructive masc/fem acc sg αἰστωτήριος destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αϊστόω — ἀιστόω και ᾀστόω (Α) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άφαντο, αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄιστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀίστωσις, αἰστωτήριος] … Dictionary of Greek